- στωϊκεύομαι
- перен. быть стоиком
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στωικεύομαι — στωϊκεύομαι ΝΑ [στωϊκός] νεοελλ. είμαι ή προσπαθώ να είμαι απαθής αρχ. παριστάνω τον στωικό … Dictionary of Greek
ἐστωικεύετο — στωικεύομαι play the Stoic imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)